- πύρεξη
- η, Ν [πυρέσσω]το να έχει κανείς πυρετό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πυρέξῃ — πυρέσσω to be feverish aor subj mid 2nd sg πυρέσσω to be feverish aor subj act 3rd sg πυρέσσω to be feverish fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηλεκτροπυρεξία — η ιατρ. πρόκληση τεχνητού πυρετού με ρεύμα υψηλής συχνότητας, με σκοπό τη θεραπεία τής προϊούσας γενικής παράλυσης. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. electropyrexia < electro (πρβλ. ηλεκτρο *) + pyrexia (πρβλ. πύρεξη < πυρέσ σω «έχω… … Dictionary of Greek